- εγκαταλείπω
- 1) abandonner2) accompagnement
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ἐγκαταλείπω — leave behind pres subj act 1st sg ἐγκαταλείπω leave behind pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγκαταλείπω — εγκαταλείπω, εγκατέλειψα βλ. πίν. 9 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εγκαταλείπω — (AM ἐγκαταλείπω) 1. αφήνω κάποιον ή κάτι εντελώς, παρατώ 2. αφήνω κάποιον αβοήθητο ή απροστάτευτο σε δύσκολη στιγμή («Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί μὲ ἐγκατέλιπες; ΚΔ) 3. αφήνω παρά το καθήκον, άστοργα (α. «ἐγκατέλειψε τα παιδιά του, το χωράφι του») 4 … Dictionary of Greek
εγκαταλείπω — εγκατέλειψα και εγκατάλειψα, εγκαταλείφτηκα, εγκαταλειμμένος, μτβ. 1. αφήνω κάτι ή κάποιον στην τύχη του απροστάτευτο, παρατάω, τα μουντζώνω: Εγκατέλειψε τη θέση του. 2. απομακρύνομαι από κάπου για πάντα: Εγκατέλειψε επιτέλους την Αμερική και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐγκαταλελειμμένα — ἐγκαταλείπω leave behind perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐγκαταλελειμμένᾱ , ἐγκαταλείπω leave behind perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐγκαταλελειμμένᾱ , ἐγκαταλείπω leave behind perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαταλείπετε — ἐγκαταλείπω leave behind pres imperat act 2nd pl ἐγκαταλείπω leave behind pres ind act 2nd pl ἐγκαταλείπω leave behind imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαταλείπῃ — ἐγκαταλείπω leave behind pres subj mp 2nd sg ἐγκαταλείπω leave behind pres ind mp 2nd sg ἐγκαταλείπω leave behind pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαταλειπομένων — ἐγκαταλείπω leave behind pres part mp fem gen pl ἐγκαταλείπω leave behind pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαταλειπόμενον — ἐγκαταλείπω leave behind pres part mp masc acc sg ἐγκαταλείπω leave behind pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαταλειπόντων — ἐγκαταλείπω leave behind pres part act masc/neut gen pl ἐγκαταλείπω leave behind pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαταλειφθησόμενον — ἐγκαταλείπω leave behind fut part pass masc acc sg ἐγκαταλείπω leave behind fut part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)